πλοηγεσία

πλοηγεσία
πλοηγία η мор.
1) лоция (наука); 2) лоцманская проводка; 3) навигация (вождение); 4) каботажное плавание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πλοηγεσία" в других словарях:

  • πλοηγεσία — η, Ν [πλοηγώ] η καθοδήγηση ξένου πλοίου σε τμήμα θάλασσας που απαιτεί ακριβέστερες και ιδιαίτερες γνώσεις σχετικές με τον πλου στην αντίστοιχη περιοχή …   Dictionary of Greek

  • Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»